- ντούζικος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει λοξοδρομήσεις, ευθύγραμμος, ίσιος, απλός2. (για άνεμο) αυτός που δεν είναι ούτε πολύ έντονος ούτε πολύ χαμηλός, αλλά διατηρείται σε μέτρια ένταση, κανονικός, στρωτός, ομαλός3. το ουδ. ως ουσ. το ντούζικοείδος ποτού, πολύ δυνατό ρακί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. duz].
Dictionary of Greek. 2013.